- ὐεύχομαι
- ὐεύχομαι, Cypr. for ἐπεύχομαι (Cypr. ὐ-A = ἐπι- in compds.), Inscr.Cypr.120 H.: cf. ὐνεύχομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υεύχομαι — Α κυπριακός τ. τού ἐπεύχομαι … Dictionary of Greek
επεύχομαι — ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM) εύχομαι, δέομαι για κάτι μσν. προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας») αρχ. 1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ. β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῑν ἐπηυχόμην», Σοφ.) 2. εύχομαι να… … Dictionary of Greek